- ζεύγω
- βλ. ζεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο μεταπλασμένος ενεστ. ζεύγω από τον αόριστο έζευξα τού ρ. ζευγνύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ПОВОЗКИ — • Vehicula. Гомеровская боевая колесница ( άρμα, с двумя лошадьми biga, с четырьмя quadriga) сохранилась в своей первоначальной форме только на состязаниях, как в Греции, так и в Риме (в ludi Circenses, триумфах и торжественных… … Реальный словарь классических древностей
ζεύω — και ζέβω και ζεύγω (Μ ζεύω) ενώνω τοποθετώντας κάτω από τον ζυγό νεοελλ. 1. φρ. α) «ζεύω στη δουλειά» εξαναγκάζω κάποιον να εργαστεί β) «ζεύομαι στη δουλειά» στρώνομαι στη δουλειά, ασχολούμαι εντατικά με κάποια εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται… … Dictionary of Greek